αδαμαντοπώλης

αδαμαντοπώλης
ο продавец ювелирных изделий, ювелир

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αδαμαντοπώλης" в других словарях:

  • αδαμαντοπώλης — ο πωλητής, έμπορος διαμαντιών και άλλων πολύτιμων λίθων, καθώς και τιμαλφών, κοσμηματοπώλης, χρυσοχόος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + πώλης < πωλώ. ΠΑΡ. αδαμαντοπωλείο] …   Dictionary of Greek

  • αδαμαντοπώλης — ο αυτός που πουλάει διαμαντικά ή άλλες πολύτιμες πέτρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδάμας — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.391 κάτ.) της Μήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων. * * * ( αντος), ο (Α ἀδάμας) κρυσταλλικός πολύτιμος λίθος με μεγάλη σκληρότητα και λάμψη (αλλιώς διαμάντι, διαμαντόπετρα)… …   Dictionary of Greek

  • αδαμαντοπωλείο — το [αδαμαντοπώλης] κατάστημα στο οποίο πωλούνται αδαμαντοποίκιλτα κοσμήματα, κοσμηματοπωλείο, χρυσοχοείο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»